τετράχορδος

τετράχορδος
τετρᾰ-χορδος, ον, ([etym.] χορδή)
A four-stringed,

ὄργανον Ath.4.183a

;

λύρα Str.13.2.4

.
II Subst. -χορδον, τό, tetrachord, i.e. scale of four notes, comprising two tones and a half, Arist.Pr.922b8, Fr.47, Plu.2.1021e, etc.: metaph., (sc. παθῶν) Aristo Stoic.1.85, cf. Jul.Caes.315c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετράχορδος — four stringed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράχορδος — η, ο / τετράχορδος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερεις χορδές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τετράχορδο α) έγχορδο μουσικό όργανο με τέσσερεις χορδές β) ανιούσα διαδοχή τεσσάρων φθόγγων Ι αρχ. το ουδ. ως ουσ. μουσική κλίμακα που περιλαμβάνει δύο τόνους… …   Dictionary of Greek

  • τετράχορδος — η, ο 1. αυτός που έχει τέσσερις χορδές: Τετράχορδη λύρα. 2. το ουδ. ως ουσ., τετράχορδο, το το βιολί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετράχορδον — τετράχορδος four stringed masc/fem acc sg τετράχορδος four stringed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραχόρδοιν — τετράχορδος four stringed masc/fem/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραχόρδοις — τετράχορδος four stringed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραχόρδου — τετράχορδος four stringed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραχόρδων — τετράχορδος four stringed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραχόρδῳ — τετράχορδος four stringed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράχορδα — τετράχορδος four stringed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”